ευκολογέλαστος

ευκολογέλαστος
η , ο [ος , ον ] легковерный, легко обманывающийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ευκολογέλαστος" в других словарях:

  • ευκολογέλαστος — η, ο αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εξαπατήσει, να ξεγελάσει εύκολα, ο ευαπάτητος, ο μωρόπιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευκολο * + γελώ «ξεγελώ»] …   Dictionary of Greek

  • ευκολο- — πρώτο συνθετικό λέξεων τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής που δηλώνει ότι το σημαινόμενο από το δεύτερο συνθετικό (συνήθως ρήμα ή ρημ. επίθ.) γίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. ΣΥΝΘ. μσν. ευκολόγερτος, ευκολοκράτητος μσν. νεοελλ. ευκολοπαρηγόρητος,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»